açucarado - ορισμός. Τι είναι το açucarado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι açucarado - ορισμός


Açucarar      
v. t.
Temperar, cobrir, ou misturar com açúcar.
Adoçar.
Fig.
Tornar agradável, suave, meigo.
açucarado      
adj (part de açucarar)
1 Adoçado com açúcar.
2 Que contém açúcar naturalmente: Fruta açucarada.
3 Em que o açúcar se cristalizou, na superfície ou totalmente: Doce açucarado. Mel açucarado.
4 fig Melífluo, afável.
açucarado      
adj. (-sXV cf. IVPM)
1 temperado com açúcar; adoçado
2 p.ext. que naturalmente contém açúcar, como certas frutas
3 em que o açúcar se cristalizou
mel a.
4 fig. suave, envolvente, sedutor, na fala ou nos modos; doce, meigo
palavras a.
5 p.ext. que tem modos afetados; dengoso, lisonjeiro
diante das mulheres, torna-se a.
6 fig. que causa enjôo, tédio; enjoativo, maçante
literatura a.
-etim part. de açucarar ; ver sacar(i/o)- -sin/var ver antonímia de amarescente -ant ver sinonímia de amarescente Ç noção de 'açucarado', usar antepos. mel(i)- e meli(t)-